-
1 μεγαλώνω
[мэгалоно]ρ. (μχβ.) увеличивать, расширять, (αμτβ.) расти, воспитывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγαλώνω
-
2 укрупнять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укрупнять
-
3 вырастить
μεγαλώνω, (о растениях) καλλιεργώ, (о животных) θρέφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырастить
-
4 разрастаться
μεγαλώνω, αυξάνω, αναπτύσσομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрастаться
-
5 увеличиваться
μεγαλώνω, αυξάνομαι -
6 увеличить
-чу, -чишьρ.σ.μ.μεγαλώνω, αυξαίνω, αναπτύσσω• μεγεθύνω•увеличить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της εργασίας•
увеличить число войск αυξαίνω τη δύναμη του στρατού•
микроскоп -ил предмет το μικροσκόπιο μεγέθυνε το αντικείμενο•
увеличить тревогу μεγαλώνω το φόβο•
увеличить опасность μεγαλώνω τον κίνδυνο.
αυξαίνω, -ομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω• μεγεθύνομαι•заработок его -лся οι, αποδοχές του αυξήθηκαν•
под микроскопом предмет -лся με το μικροσκόπιο το αντικείμενο μεγεθύνθηκε•
опасность -лся ο κίνδυνος μεγάλωσε.
-
7 расширить
-
8 увеличивать
-
9 повысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. υψώνω ανυψώνω, ανεβάζω•повысить цену ανεβάζω την τιμή•
повысить голос υψώνω τη φωνή.
|| αυξαίνω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω•повысить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς•
повысить интерес αναπτύσσω το ενδια-φέρο•
повысить требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις•
повысить знания πλουτίζω τις γνώσεις.
2. προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)•повысить в должности προάγω στο βαθμό.
1. υψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι. || αυξαίνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.2. προάγομαι (υπηρεσιακά). -
10 расширить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расширенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. ευρύνω, φαρδύνω, πλατύνω• διευρύνω•расширить улицу διευρύνω την οδό•
расширить проход φαρδύνω τη διάβαση•
расширить отверстие διευρύνω την οπή•
расширить платье в талии φαρδύνω το φόρεμα στη μέση.
2. αυξαίνω, μεγαλώνω, μεγενθύνω• επεκτείνω•торговлю αυζαίνω το εμπόριο•
расширить завод επεκτείνω το εργοστάσιο•
расширить границы государства μεγαλώνω τα σύνορα του κράτους•
расширить сферу влияния επεκτείνω τη σφαίρα επιρροής.
- кругозор ευρύνω τον ορίζοντα (τις γνώσεις).1. (δι)ευρύνομαι• πλατύνομαι, φαρδύνομαι•дорога -лась ο δρόμος πλάτυνε•
платье -лось το φόρεμα φάρδυνε.
2. αυξαίνω, αυξάνομαι, μεγενθύνομαι, επεκτείνομαι, μεγαλώνω•курорт значительно -лся η λουτρόπολη μεγάλωσε (επεκτάθηκε) σημαντικά.
-
11 укрупнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрупнённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.μεγεθύνω, μεγαλώνω, επαυξαίνω• κάνω πιο μεγάλο•укрупнить трест μεγαλώνω την εταιρεία.
μεγεθύνομαι, μεγαλώνω-επεκτείνομαι. -
12 наращивать
1. (кабель, канат) επιμηκύνω 2. (протяжённый объект) μεγαλώνω 3. (материал по толщине) μεγαλώνω σε πάχος 4. (мощности) αυξάνω, αναβαθμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наращивать
-
13 вырастить
вырастить, выращивать ( ανατρέφω, μεγαλώνω· καλλι εργώ (растения)' \вырастить богатый урожай αποκτώ μεγάλη σοδιά* * *= выращивать(ανα)τρέφω, μεγαλώνω; καλλιεργώ ( растения)вы́растить бога́тый урожа́й — αποκτώ μεγάλη σοδιά
-
14 расти
расти μεγαλώνω (тж. перен.у φυτρώνω, βλασταίνω (ο растениях)* * *μεγαλώνω (тж. перен.); φυτρώνω, βλασταίνω ( о растениях) -
15 расширить
расширитьсов, расширять несов εὐρύνω, πλαταίν», πλατύνω, φαρδαίνω, ἐπεκτείνω / μεγαλώνω (увеличивать):\расширить дорогу πλαταίνω τόν δρόμο· \расширить зрачки γουρλώνω τά μάτια· \расширить границы ἐπεκτείνω τά σύνορα· \расширить сферу влияния μεγαλώνω τήν σφαίρα ἐπιρροής μου· \расширить промышленное производство εὐρύνω τήν βιομηχανική παραγωγή· \расширить кругозор εὐρύνω τόν πνευματικό ὁρίζοντα. -
16 увеличивать
увеличиватьнесов1. αὐξάνω, ἐπαυξάνω О-ет.), μεγαλώνω κάτι, μεγεθύνω:\увеличивать производство αὐξάνω τήν παραγωγή· \увеличивать доходы μεγαλώνω τά ἐσοδα· \увеличивать зарплату αὐξάνω τόν μισθό·2. (оптическим прибором) μεγεθύνω:\увеличивать портрет μεγεθύνω τό πορτραίτο. -
17 усугублять
усугуб||лятьнесов μεγαλώνω, αὐξάνω, μεγεθύνω (увеличивать)/ ἐπιδεινώνω, χειροτερεύω Ο-ετ.) (ухудшать):\усугублятьлять вину́ ἐπιδεινώνω τό σφάλμα μου· \усугублятьлять положение χειροτερεύω τή θέση μου (или τήν κατάσταση)· \усугублятьля́ть опасность μεγαλώνω τόν κίνδυνον \усугублятьлять страдания κάνω πιό βαριά τά βάσανα. -
18 воспитать
ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -питанный, βρ: -тан, -а, -о.1. ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω.2. καλλιεργώ (φυτά). || τρέφω, μεγαλώνω (ζώα).1. ανατρέφομαι, διαπαιδαγωγούμαι• εκπαιδεύομαι.2. καλλιεργούμαι. || τρέφομαι, μεγαλώνω. -
19 вырастить
-ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выращенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.καλλιεργώ, περιποιούμαι, μεγαλώνω•вырастить цветы αν-θοκομώ.
|| τρέφω, ανατρέφω•вырастить детей μεγαλώνω παιδιά.
|| δημιουργώ, εκπαιδεύω, αναδείχνω•вырастить кадры αναδείχνω στελέχη.
-
20 округлить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. округленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. στρογγυλεύω•округлить губы στρογγυλεύω τα χείλη.
|| μτφ. ολοκληρώνω.2. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω.1. βλ. округлеть. || μτφ. ολοκληρώνομαι.2. μτφ. αυξαίνομαι, μεγαλώνω.
См. также в других словарях:
μεγαλώνω — μεγαλώνω, μεγάλωσα, μεγαλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεγαλώνω — (Μ μεγαλώνω) 1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα») 2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της») … Dictionary of Greek
μεγαλώνω — μεγάλωσα, μεγαλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μεγάλο, μεγεθύνω, επεκτείνω: Μεγάλωσα τις επιχειρήσεις μου κάνοντας σωστές επιλογές. 2. (συνεκδοχ.), τρέφω, ανατρέφω: Μεγάλωσε τα παιδιά του με αρχές. 3. αμτβ., αυξάνω, γίνομαι μεγαλύτερος: Τα δέντρα που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρομεγαλώνω — 1. μεγαλώνω λίγο, φθάνω μόλις σε κάποια ηλικία 2. φθάνω σε μεγάλη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + μεγαλώνω] … Dictionary of Greek
αποθεριεύω — 1. μεγαλώνω και γίνομαι δυνατός σαν θηρίο 2. (για φυτά ή δέντρα) μεγαλώνω υπερβολικά … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
εκτρέφω — (AM ἐκτρέφω) 1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω 2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. αναπτύσσω από ηθική άποψη αρχ. 1. αυξάνω, μεγαλώνω 2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω 3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ (τὸ… … Dictionary of Greek
εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… … Dictionary of Greek
εναυξάνω — ἐναυξάνω (Α) προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.) 2. παθ. ἐναυξάνομαι μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι … Dictionary of Greek
ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… … Dictionary of Greek
μεγάλωμα — το (Α μεγάλωμα) [μεγαλώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα τού σπιτιού») 2. ανατροφή («μετά τον θάνατο τής μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών») 3. ενηλικίωση 4. μεγαλοποίηση,… … Dictionary of Greek